Θεόδωρος Καραμήτσος, Χρυσοβαλάντου Νικολαϊδου, Μαρία-Άννα Μπαζμπάνη
Α’ Καρδιολογική Κλινική, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Στοιχεία επικοινωνίας; Θεόδωρος Καραμήτσος, Επίκουρος Καθηγητής Καρδιολογίας, Τηλ 2310256235, tkaramitsos@auth.gr

Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς είναι μία από τις πλέον σημαντικές απεικονιστικές τεχνικές για τη διάγνωση καρδιαγγειακών παθήσεων. Βασίζεται στη χρήση ισχυρού μαγνητικού πεδίου και ραδιοκυμάτων για τη σύνθεση εικόνων της καρδιάς και του θώρακα, ενώ η επεξεργασία των εικόνων που λαμβάνονται γίνεται με τη χρήση εξειδικευμένου λογισμικού εγκατεστημένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τις περισσότερες φορές, κατά τη διάρκεια της εξέτασης, χορηγείται ενδοφλεβίως μια σκιαγραφική ουσία (γαδολίνιο) για την λήψη επιπλέον πληροφοριών από τις εικόνες.

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς σε σχέση με άλλες απεικονιστικές τεχνικές;

Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς είναι μια μη επεμβατική, αναίμακτη απεικονιστική εξέταση η οποία δεν εκθέτει τον ασθενή σε ιονίζουσα ακτινοβολία, συνεπώς μπορεί να πραγματοποιηθεί με ασφάλεια στην πλειονότητα των ασθενών, ακόμα και σε παιδιά ή έγκυες γυναίκες. Προσφέρει υψηλής ευκρίνειας εικόνες και επιτρέπει την τρισδιάστατη απεικόνιση των καρδιακών κοιλοτήτων και των αγγείων του θώρακα. Το σκιαστικό φάρμακο που χρησιμοποιείται κατά την εξέταση έχει χαμηλότερο κίνδυνο να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση σε σχέση με τα σκιαγραφικά μέσα που χρησιμοποιούνται σε άλλες απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. αξονική τομογραφία ή στεφανιογραφία).

Πώς πραγματοποιείται η εξέταση;

Αφού ο ασθενής αφαιρέσει τυχόν μεταλλικά αντικείμενα (ρολόι, κοσμήματα, κέρματα κλπ),  ξαπλώνει σε ύπτια θέση (ανάσκελα) στο ειδικό τραπέζι-κρεβάτι του τομογράφου. Τοποθετούμε 3 αυτοκόλλητα στο στήθος για τη συνεχή παρακολούθηση του καρδιακού ρυθμού. Σε περίπτωση που απαιτείται η χρήση σκιαγραφικής ουσίας, τοποθετείται φλεβοκαθετήρας από το νοσηλευτή ώστε να γίνει η ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου περίπου στη μέση της εξέτασης. Ο ασθενής φοράει ειδικά ακουστικά (παρόμοια με αυτά που ακούμε μουσική) ώστε να ακολουθεί τις οδηγίες του χειριστή. Ο τομογράφος είναι κυλινδρικού σχήματος με ανοιχτό το εμπρός και πίσω τμήμα του και η διάμετρος του είναι τουλάχιστον 60 εκατοστά. Η εξέταση διαρκεί συνολικά περίπου 30-45 λεπτά ανάλογα με την ένδειξη και τα ευρήματα. Κατά τη λειτουργία του μαγνητικού τομογράφου μπορεί να ακούγονται κάποιοι θόρυβοι μέτριας έντασης οι οποίοι ωστόσο δεν ανησυχούν τον ασθενή καθώς τα αυτιά του προστατεύονται από τα ακουστικά.  Δίνονται στον ασθενή αναπνευστικές οδηγίες (‘πάρε μία ανάσα, βγάλε τον αέρα και μην αναπνέεις’) και ζητείται από τον ασθενή να κρατάει για 6-12 δευτερόλεπτα κατά μέσο όρο την αναπνοή του ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή ποιότητα στις εικόνες που λαμβάνονται. Μετά την εξέταση δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός, ο εξεταζόμενος μπορεί να φάει ή να πιει ελεύθερα και δεν τίθεται θέμα αποφυγής συναναστροφής με παιδιά καθώς δεν έχει χορηγηθεί σκεύασμα που να εκπέμπει ακτινοβολία.

Ποιοι είναι οι περιορισμοί της εξέτασης;

Είναι σημαντική η συνεργασία του ασθενούς για τη λήψη εικόνων υψηλής ποιότητας. Συγκεκριμένα ο ασθενής πρέπει να παραμένει σχετικά ακίνητος σε ό,τι αφορά το θώρακα και να ακολουθεί τις αναπνευστικές οδηγίες που του δίνονται. Επιπλέον, η ποιότητα των εικόνων επηρεάζεται από την παρουσία αρρυθμιών όπως οι πολλές έκτακτες συστολές και η κολπική μαρμαρυγή αλλά, με τους κατάλληλους χειρισμούς από τη πλευρά του χειριστή, η ποιότητα της απεικόνισης παραμένει διαγνωστική ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις.

Ποιες είναι οι ενδείξεις της εξέτασης;

Οι ενδείξεις διενέργειας της εξέτασης συνεχώς διευρύνονται και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι πληροφορίες που λαμβάνονται είναι εξαιρετικά πολύτιμες καθώς δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές με άλλες εξετάσεις. Συνοπτικά, οι κυριότερες ενδείξεις της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς είναι:

  • Η διερεύνηση της υποκείμενης αιτίας καρδιακής ανεπάρκειας – δυσλειτουργίας
  • Η μυοκαρδίτιδα (φλεγμονή της καρδιάς συνήθως από ιώσεις) και οι μυοκαρδιοπάθειες (παθήσεις του καρδιακού μυός που ορισμένες φορές έχουν κληρονομικό χαρακτήρα)
  • Η στεφανιαία νόσος: διαπίστωση διαταραχών στην αιμάτωση του μυοκαρδίου (ισχαιμία) και ανίχνευση ουλής μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου (εκτίμηση βιωσιμότητας).
  • Οι παθήσεις των καρδιακών βαλβίδων (όταν δεν είναι ικανοποιητικές οι εικόνες και οι μετρήσεις από τον υπέρηχο καρδιάς)
  • Οι παθήσεις του περικαρδίου (υποτροπιάζουσα φλεγμονή του περικαρδίου-περικαρδίτιδα, πάχυνση του περικαρδίου-συμφυτική περικαρδίτιδα)
  • Οι όγκοι της καρδιάς (πχ. μύξωμα) και η αντιδιαστολή τους από τη παρουσία θρόμβου στις καρδιακές κοιλότητες
  • Οι συγγενείς καρδιοπάθειες (ανωμαλίες της διάπλασης της καρδιάς που συχνά χρήζουν απεικονιστικής μελέτης τόσο πριν όσο και μετά από τυχόν χειρουργική διόρθωση)
  • Η διάγνωση και παρακολούθηση ανευρυσμάτων και διαχωρισμού της αορτής
  • Η διερεύνηση της αιτίας καρδιακών αρρυθμιών, και η εκτίμηση της ανατομίας των πνευμονικών φλεβών πριν από επέμβαση κατάλυσης κολπικής μαρμαρυγής
  • Η εκτίμηση της καρδιακής δομής και λειτουργίας (μεγάλη είναι η βοήθειά της μαγνητικής στη μελέτη τόσο της αριστερής όσο και της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς ειδικά όταν δεν είναι ικανοποιητικές οι πληροφορίες που παίρνουμε από τον υπέρηχο)

Ποιες είναι οι αντενδείξεις της εξέτασης;

Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς αντενδείκνυται σε λίγες περιπτώσεις, όπως:

  • Παρουσία καρδιακού βηματοδότη/απινιδωτή (με εξαίρεση τις νεότερης τεχνολογίας συσκευές, που είναι συμβατές με το περιβάλλον του μαγνήτη και το αναφέρει ρητά ο κατασκευαστής)
  • Άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, όπως αντλίες ινσουλίνης και κάποιες κατηγορίες κοχλιακών εμφυτευμάτων
  • Κάποιες κατηγορίες αγγειακών κλιπ κυρίως στον εγκέφαλο
  • Μεταλλικά ξένα σώματα μέσα στο σώμα, όπως μεταλλικά θραύσματα
  • Σοβαρού βαθμού νεφρική δυσλειτουργία, που αποτελεί σχετική αντένδειξη μόνο στη χορήγηση του σκιαγραφικού παράγοντα (γαδολίνιο)
  • Κλειστοφοβία, που αποτελεί σχετική αντένδειξη. Οι περισσότεροι ασθενείς μετά από κατάλληλη προετοιμασία και καθοδήγηση μπορούν να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία. Ένα ποσοστό κάτω από 2% μπορεί τελικά να χρειαστεί τη συνδρομή αναισθησιολόγου για να πραγματοποιηθεί η εξέταση.

Σημειώνεται ότι όλες οι προσθετικές καρδιακές βαλβίδες (βιολογικές ή μεταλλικές) και τα stent στα στεφανιαία αγγεία ΔΕΝ αποτελούν αντένδειξη για τη μαγνητική τομογραφία. Οι έγκυες γυναίκες αν χρειαστεί μπορούν να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία καρδιάς, δεν πρέπει όμως να χορηγείται γαδολίνιο. Γυναίκες που θηλάζουν μπορούν να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία καρδιάς και να χορηγηθεί γαδολίνιο, με την προϋπόθεση ότι για τουλάχιστον 24 ώρες θα απέχουν από το θηλασμό.

Συμπερασματικά, η μαγνητική τομογραφία αποτελεί μία από τις ταχέως εξελισσόμενες απεικονιστικές τεχνικές στην Καρδιολογία με ευρύτατες πλέον ενδείξεις και σημαντική συνεισφορά στη βαθύτερη κατανόηση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των καρδιολογικών παθήσεων.